γλυκοθώρητος

γλυκοθώρητος
-η, -ο [γλυκοθωρώ]
αυτός που έχει γλυκιά θωριά, ευχάριστη όψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλυκοθώρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη όψη: Γλυκοθώρητες κοπέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκόθωρος — η, ο [γλυκοθωρώ] 1. ο γλυκοθώρητος* 2. ο γλυκοθύμητος …   Dictionary of Greek

  • γλυκόθωρος — η, ο ο γλυκοθώρητος: Γλυκόθωρη πατρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”